- ραββονί
- και ῥαββουνί, ὁ, Αβλ. ραββί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραββί — ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α (κυρίως στην Καινή Διαθήκη) 1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές τού Νόμου και τής Γραφής, μέγας διδάσκαλος τού Μωσαϊκού Νόμου 2. (στους… … Dictionary of Greek
ՌԱԲԲՈՒՆԻ — ( ) NBH 2 0680 Chronological Sequence: Early classical ῤαββονί, ῤαββουνί . Նոյն ընդ վ. (=ՌԱԲԲԻ) որպէս Վարդապետ իմ. տէր իմ: *Ռաբունի, զի բացայց. Մրկ. ՟Ժ. 51: Տե՛ս եւ րաբուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)